Δρ. Μαρία Αλβανού
(Εγκληματολόγος- Ειδικός σε θέματα Τρομοκρατίας – Αναλύτρια στο RIEAS)

Copyright: www.rieas.gr

Τα τελευταία χρόνια και ειδικά μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αλλά και τις αιματηρές επιθέσεις στο Λονδίνο και τη Μαδρίτη, η ασφάλεια των ευρωπαίων πολιτών από τρομοκρατικές ενέργειες θεωρείται και προβάλλεται από τις κυβερνήσεις ως υπ’ αριθμόν 1 προτεραιότητα για τη λήψη μέτρων. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ένα από τα κράτη που έχει εισάγει «δρακόντεια» νομοθεσία με δικονομικές διαδικασίες εναντίον των υπόπτων για τρομοκρατικές ενέργειες που έχουν εγείρει την κριτική όσων υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στις 10 Ιουνίου η Βουλή των Λόρδων (Δικαστικό Τμήμα) αποδοκίμασε τέτοια μέτρα, βασιζόμενη στην απόφαση 3455/05 της 19 Φεβρουαρίου 2009 στην υπόθεση A. and Others v. the United Kingdom. Πρόκειται για μια απόφαση που δυστυχώς πέρασε απαρατήρητη και ασχολίαστη στη χώρα μας. Κι όμως έχει τεράστια σημασία, γιατί οριοθετεί μέχρι που επιτρέπεται να φτάνουν τα κράτη που έχουν επικυρώσει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα με τα μέτρα καταπολέμησης της τρομοκρατίας, ώστε να μη θίγουν τελικά τα ίδια αυτό που διατείνονται ότι προστατεύουν: την ασφάλεια των ανθρώπων.

Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η βρετανική κυβέρνηση θεώρησε ότι υφίσταται «έκτακτη ανάγκη σοβαρής απειλής» εναντίον του Ηνωμένου Βασιλείου. Για τον λόγο αυτό η βρετανική κυβέρνηση έθεσε σε ισχύ τον νόμο του 2001 περί Αντι-τρομοκρατίας, Εγκλήματος και Ασφάλειας («Anti terrorism, Crime and Security 2001 Act»). Ο νόμος αυτός επέτρεπε στον Γραμματέα του Κράτους («Secretary οf State») να εκδίδει αποφάσεις που χαρακτήριζαν αλλοδαπούς απειλή για την εθνική ασφάλεια της χώρας. Τέτοια άτομα που χαρακτηρίζονταν ως επικίνδυνα συλλαμβάνονταν και τίθεντο υπό κράτηση έως ότου απελαθούν, ή επιλέξουν τα ίδια να αποχωρήσουν από το Ηνωμένο Βασίλειο. Ο νόμος όριζε ότι τα μέτρα αυτά ήταν προσωρινά και θα έπαυε η ισχύς τους, μόλις έπαυε να συντρέχει η έκτακτη ανάγκη. Η κράτηση μπορούσε να φθάνει μέχρι και τους 15 μήνες και μετά να ανανεώνεται ετήσια με άδεια του Κοινοβουλίου. Οι σχετικές αποφάσεις του Γραμματέα του Κράτους υπόκειντο σε αναθεώρηση κάθε έξι μήνες και μπορούσε κάποιος να τις προσβάλει ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής Προσφυγών περί Μετανάστευσης («Special Immigration Appeals Commission»). H Ειδική Επιτροπή αποφάσιζε εξετάζοντας όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, ακόμη και αυτά που δεν δημοσιοποιούνταν για λόγους εθνικής ασφάλειας («closed material»). Tα στοιχεία αυτά που δεν δημοσιοποιούνταν στους συλληφθέντες και στους δικηγόρους τους, γίνονταν γνωστά σε Ειδικό Συνήγορο («Special Advocate») που οριζόταν από τον Γενικό Εισαγγελέα («General Solicitor») για να εκπροσωπεί τους κρατούμενους.

Τα παραπάνω μέτρα που έλαβε η βρετανική κυβέρνηση για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της διεθνούς τρομοκρατίας δεν ήταν συμβατά με τα οριζόμενα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Γι’ αυτό επικαλέστηκε στις 11 Nοεμβρίου 2001 προς τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης το δικαίωμα παρέκκλισης σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης που προβλέπει η ίδια η Σύμβαση στο άρθρο 15.

Η εν λόγω υπόθεση για την οποία απεφάνθη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ξεκίνησε όταν στο Ηνωμένο Βασίλειο συνελλήφθησαν έντεκα αλλοδαποί ως ύποπτοι για τρομοκρατία (έξι Αλγερινοί, ένας Γάλλος, ένας Ιορδανός, ένας Μαροκινός, ένας Τυνήσιος και ένας αλλοδαπός γεννημένος σε προσφυγικό στρατόπεδο Παλαιστινίων στην Ιορδανία, ο οποίος στερούταν υπηκοότητας). Δυο αλλοδαποί επέλεξαν από μόνοι τους να αποχωρήσουν από τη χώρα, ενώ και για τους υπόλοιπους τέθηκε σε εφαρμογή η προαναφερόμενη διαδικασία κράτησης προς απέλαση. Συγκεκριμένα τέθηκαν υπό κράτηση σε ύψιστης ασφάλειας φυλακές στα πλαίσια του νόμου του 2001 που επέτρεπε την επ’αόριστον κράτηση μη-υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου, αν για αυτούς ο Γραμματέα του Κράτους είχε βάσιμες υποψίες για συμμετοχή σε τρομοκρατία. Η διαδικασία αυτή επέτρεπε την επ’αόριστον κράτηση μόνο για μη βρετανούς υπηκόους.

Οι αλλοδαποί που κρατούνταν προσέφυγαν στην Ειδική Επιτροπή που ασχολείται με τις προσφυγές μεταναστών. Σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής έπρεπε να απελαθούν από τη χώρα, διότι υπήρχαν εναντίον τους στοιχεία ότι συνιστούσαν απειλή για την εθνική ασφάλεια. Παρόλα αυτά η Ειδική Επιτροπή παραδέχτηκε πως από τη στιγμή που το μέτρο της κράτησης επιβάλλεται μόνο σε μη βρετανούς υπηκόους υφίσταται διάκριση. Οι κρατούμενοι προσέφυγαν και στη Βουλή των Λόρδων (Δικαστικό Τμήμα) που αποφάνθηκε ότι ο συγκεκριμένος νόμος ήταν ασυμβίβαστος με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ακόμη ότι μπορεί να υφίστατο κίνδυνος από την τρομοκρατία, όμως τα σχετικά μέτρα ήταν δυσανάλογα και προκαλούσαν διακρίσεις εναντίον όσων δεν ήταν βρετανοί πολίτες κατά παράβαση του νόμου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα («Ηuman Rights Act 1998»).

Οι αλλοδαποί εν τέλει προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αναγνώρισε παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επιδικάζοντας στους προσφεύγοντες αποζημίωση. Ειδικότερα:

Α) Το Δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρξε εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου για ορισμένους από τους προσφεύγοντες παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο άρθρο 5 παράγραφος 1 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια).

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε προχωρήσει σε ενέργειες που να αποδεικνύουν ότι σκόπευε πραγματικά να απελάσει τους προσφεύγοντες. Η προσωρινή κράτηση εν αναμονή απέλασης δεν δικαιολογείται, παραβιάζει το άρθρο 5 παράγραφος 1 εδάφιο 6 της Σύμβασης και αποτελεί γενικότερη παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία, όταν δεν λαμβάνονται ειδικά μέτρα προς πραγματική απέλαση των κρατουμένων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η βρετανική κυβέρνηση κρατούσε τους προσφεύγοντες όχι για να τους απελάσει, αλλά επειδή τους θεωρούσε ύποπτους για διεθνή τρομοκρατία, σύμφωνα με το τμήμα 4 του νόμου του 2001.

Η υπόθεση αφορούσε ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις, και το Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί σχετικά με το ζήτημα και δικαίωμα παρέκκλισης ενός συμβαλλόμενου κράτους από τη Σύμβαση, λόγω δημόσιας έκτακτης ανάγκης «που συνιστά απειλή για τη ζωή του έθνους». Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι υπήρχε όντως δημόσια έκτακτη ανάγκη που έθετε σε κίνδυνο το βρετανικό έθνος. Αν και καμία επίθεση της οργάνωσης al'Qaeda δεν είχε πραγματοποιηθεί μέσα σε βρετανικό έδαφος όταν δηλώθηκε η παρέκκλιση από τη Σύμβαση, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ένα κράτος δεν μπορεί να περιμένει να επέλθει μια καταστροφή χωρίς να λαμβάνει μέτρα πρόληψης της. Ενώ όμως το Δικαστήριο αποφάσισε ότι υφίστατο όντως κίνδυνος για τη χώρα, στη συνέχεια διαπίστωσε ότι τα κατά παρέκκλιση μέτρα ήταν δυσανάλογα, δεδομένου ότι διέκριναν αδικαιολόγητα μεταξύ υπηκόων και μη-υπηκόων, και ως εκ τούτου υπήρχε παραβίαση του άρθρου 5 της Σύμβασης.

Β) Το Δικαστήριο αναγνώρισε παραβίαση του άρθρου 5 παράγραφος 4 της Σύμβασης (δικαίωμα σε νόμιμη κράτηση με απόφαση δικαστηρίου). Το άρθρο 5 παράγραφος 4 της Σύμβασης ορίζει ότι ένα πρόσωπο υπό κράτηση έχει το δικαίωμα να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της κράτησης του ενώπιον δικαστηρίου. Αυτό όμως απαιτεί η διαδικασία να είναι κατ’ αντιμωλίαν και να υφίσταται «ισότητα των όπλων». Το δικαίωμα αυτό μπορεί να περιοριστεί λόγω δημοσίου ενδιαφέροντος, όταν τα στοιχεία δεν μπορούν να αποκαλυφθούν για λόγους εθνικής ασφάλειας. Όπου όμως υπάρχει τέτοια περίσταση, πρέπει να αντισταθμιστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε ο κρατούμενος να μπορεί αποτελεσματικά να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες εναντίον του. Το Δικαστήριο θεώρησε αναγκαίο ένας κρατούμενος να ενημερώνεται με ικανοποιητικές λεπτομέρειες που να του επιτρέπουν να αντιμετωπίσει τις σε βάρος του κατηγορίες.

Η συγκεκριμένη κρίση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εξετάζει καίρια σημεία που αφορούν την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων κατά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Το μήνυμα της απόφασης του Στρασβούργου δεν αφορά μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο (που μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής πρωτοστατεί στην «εκστρατεία κατά της διεθνούς τρομοκρατίας»). Αφορά όλες τις χώρες που έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση, φυσικά και την Ελλάδα. Οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι που ψηφίζονται και τα διάφορα μέτρα που υιοθετούνται κατά καιρούς δεν μπορούν να θίγουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών, ούτε όμως και των μεταναστών-αλλοδαπών. Ανεπίτρεπτες διακρίσεις, κρατήσεις επ΄αόριστον, διαδικασίες incommunicado, απάνθρωπες μέθοδοι ανάκρισης κλπ θα βρεθούν απέναντι στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έτοιμο να διαφυλάξει τον νομικό πολιτισμό και τις αρχές της Γηραιάς Ηπείρου.


We use cookies

We use cookies on our website. Some of them are essential for the operation of the site, while others help us to improve this site and the user experience (tracking cookies). You can decide for yourself whether you want to allow cookies or not. Please note that if you reject them, you may not be able to use all the functionalities of the site.